κοντέντο

κοντέντο
το (Μ κοντέντο)
ευχαρίστηση, επιθυμία («άμε, και το κοντέντο σου βρίσκεται καμωμένο», Φορτουν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. contento].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”